- λοβοί
- λοβόςlobe of the earmasc nom/voc pl
Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες). 2014.
Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες). 2014.
ήπαρ — Με την ονομασία αυτή αναφέρεται συνήθως στα ιατρικά συγγράμματα το συκώτι, όργανο που βρίσκεται στον δεξιό υποδιαφραγματικό χώρο μεταξύ του διαφράγματος και του εγκάρσιου κόλου· εντοπίζεται στο ανώτερο τμήμα του επιγαστρίου, μπροστά στο πάνω… … Dictionary of Greek
έντομα — Ζώα ασπόνδυλα που αποτελούν ομοταξία των αρθροπόδων. Περίπου από το ένα εκατομμύριο ζωικών ειδών, που είναι σήμερα γνωστά και έχουν ταξινομηθεί, γύρω στα 750.000 είναι έ., από τα οποία τα 300.000 είναι κολεόπτερα και τα 150.000 λεπιδόπτερα. Το… … Dictionary of Greek
λοβός — ο 1. το κάτω τμήμα του αυτιού. 2. τμήμα οργάνου του ανθρώπινου σώματος που χωρίζεται με βαθύ αυλάκι: Λοβοί των πνευμόνων. – Λοβοί του εγκεφάλου. 3. (βοτ.), σποροθήκη των καρπών (οσπρίων). 4. (αρχιτ.), κάθε μικρό τόξο αψίδας βυζαντινού ή γοτθικού… … Νέο ερμηνευτικό λεξικό της νεοελληνικής γλώσσας (Новый толковании словарь современного греческого)
FIBRARUM Inspectio — pars Extispicinae, Graecis Generali vocabulo ἱεροσκοπία, et a fibris hepatis inprimis, Η῾πατοσκοπία dicta est. Dictae enim sunt Fibrae, iecoris extremitates, λοβοὶ, nomenqueve ex eo nactae sunt, quod apud Gentiles in sacris ad Phoebi aras ab… … Hofmann J. Lexicon universale
HEPAR — in Extispicina Vett. inprimis spectabatur: unde Extorum nomine κατ᾿ ἐξοχην` denotatum, licet pulmonem quoque et cor ceteraqueve inspicerent. Virg. Georg. l. 1, v. 484. Tristibus aut extis fibrae apparere minaces. Ubi fibrae, iecoris extremitates… … Hofmann J. Lexicon universale
SILIQUAE — porcorum cibus. Lucae c. 15. v. 16. ubi de acolasto, qui in fame repleri cupiebat ἀπὶ τῶν κερατίων, ὧν ἤςθιον οἱ χοῖροι, Siliquis, quas proci comedebant. Nec certe leguminum siliquae (quales habent pisa, fabae, lupini, phaseoli, alia id generis)… … Hofmann J. Lexicon universale
άορτρα — ἄορτρα, τα (Α) [αείρω] οι δύο λοβοί των πνευμόνων … Dictionary of Greek
ηπατίας — ἡπατίας, o (Α) ηπατικός («ἡπατίαι λοβοί», Πολυδ.). [ΕΤΥΜΟΛ. < ήπαρ, ατος + κατάλ. ίας (πρβλ. ασθματ ίας, ιζηματ ίας)] … Dictionary of Greek
κεφαλόποδα — Μία από τις επτά ομοταξίες των μαλακίων. Περιλαμβάνει ζώα με αμφίπλευρη συμμετρία, τα πιο εξελιγμένα μέσα στο φύλο των μαλακίων. Τα κ. κατατάσσονται σε επτά υφομοταξίες, από τις οποίες μόνο δύο περιλαμβάνουν σύγχρονους αντιπροσώπους· αυτές είναι… … Dictionary of Greek
κυάνωση — Υποκύανη (γαλαζωπή) ή μελανή χροιά του δέρματος και των βλεννογόνων. Οφείλεται σε ελλιπή οξυγόνωση του αίματος και, συγκεκριμένα, όταν στο αίμα που κυκλοφορεί η απόλυτη τιμή της αναχθείσας αιμοσφαιρίνης δεν ξεπερνά τα 5 γρ. ανά 100 κ. εκ. αίματος … Dictionary of Greek